γιάτρισσα

γιάτρισσα
και γιάτραινα και γιατρίνα, η - 1. η ιατρός, η γιατρός
2. σύζυγος γιατρού
3. (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που γιατρεύει και γενικά βοηθάει τους αρρώστους και τους αναξιοπαθείς («τής Παναγίας τής Γιάτρισσας», 8 Σεπτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

  • ακέστρια — ἀκέστρια, η (Α) 1. η γιάτρισσα ή η μαμμή 2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] …   Dictionary of Greek

  • ακεστρίς — ἀκεστρὶς ( ίδος), η (Α) η γιάτρισσα ή η μαμμή (Ιπποκρ. 254, 50). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] …   Dictionary of Greek

  • γιάτραινα — η η γιάτρισσα* …   Dictionary of Greek

  • γιατρίνα — η 1. γιάτρισσα* 2. η γυναίκα τού γιατρού 3. το φυτό φλομόχορτο, μελίσσαντρος …   Dictionary of Greek

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • Γυθείου και Οιτύλου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Γύθειο, στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται 110 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 57 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί περιφερειακοί επίτροποι στις περιφέρειες… …   Dictionary of Greek

  • γιατρίνα — γιατρίνα, η και γιάτρισσα, η γυναίκα γιατρός: Φωνάξαμε μια γιατρίνα να εξετάσει τη μητέρα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”