-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ακέστρια — ἀκέστρια, η (Α) 1. η γιάτρισσα ή η μαμμή 2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] … Dictionary of Greek
ακεστρίς — ἀκεστρὶς ( ίδος), η (Α) η γιάτρισσα ή η μαμμή (Ιπποκρ. 254, 50). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] … Dictionary of Greek
γιάτραινα — η η γιάτρισσα* … Dictionary of Greek
γιατρίνα — η 1. γιάτρισσα* 2. η γυναίκα τού γιατρού 3. το φυτό φλομόχορτο, μελίσσαντρος … Dictionary of Greek
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
Γυθείου και Οιτύλου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Γύθειο, στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται 110 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 57 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί περιφερειακοί επίτροποι στις περιφέρειες… … Dictionary of Greek
γιατρίνα — γιατρίνα, η και γιάτρισσα, η γυναίκα γιατρός: Φωνάξαμε μια γιατρίνα να εξετάσει τη μητέρα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)